Δευτέρα 16 Οκτωβρίου 2017

Ο ΟΡΓΟΝΟΜΙΣΤΗΣ ΙΑΤΡΟΣ ΣΤΗ ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΒΙΟΠΑΘΕΙΩΝ...- ΒΙΛΧΕΛΜ ΡΑΙΧ

Wilhelm Reich «υπερβολικά πολλά»
Είναι μια ολοκληρωμένη και επιστημονικά τεκμηριωμένη ψυχοθεραπευτική τεχνική που αντιμετωπίζει αποτελεσματικά όλες τις ψυχιατρικές και ψυχοσωματικές (βιοπαθητικές) διαταραχές χωρίς να είναι πάντα απαραίτητη η χρήση των ψυχοδραστικών φαρμακευτικών ουσιών, δηλαδή των ψυχοφαρμάκων.
Βασίζεται στην τεχνική της ανάλυσης του χαρακτήρα (χαρακτηρανάλυση[1]), την οποία εφάρμοσε κι ανάπτυξε πρώτος ο σπουδαίος ψυχίατρος κι επιστήμονας ερευνητής Βίλχελμ Ράιχ (1897-1957) αλλά και στη βιοφυσική εργασία που συνίσταται στη μυϊκή επεξεργασία των εντάσεων και των μυϊκών ακαμψιών στο σώμα του ασθενούς οι οποίες χρησιμεύουν κατά βάση για τη χρόνια δέσμευση συγκινήσεων και την ανάσχεσή τους, εμποδίζοντας έτσι το άτομο τόσο από τη λυτρωτική έκφρασή τους όσο και από τη βίωση παράλληλα μιας υγιούς σεξουαλικότητας. Και πάλι ο Βίλχελμ Ράιχ ήταν ο πρώτος που έσπασε ένα ταμπού της τότε ψυχανάλυσης, η οποία απέφευγε την επαφή με το σώμα του ασθενούς (θεραπευτική εργασία στο σώμα) και επέμενε στη λεκτική μόνο αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της νεύρωσης.
Ύστερα από πολλά χρόνια πειραματικής και κλινικής ερευνητικής εργασίας, ο Βίλχελμ Ράιχ κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλες οι διαδικασίες της ζωής αποτελούν εκφράσεις μιας βιολογικής ενέργειας στο σώμα. Βρήκε ότι αυτή η ενέργεια έχει μεγάλη σχέση με το βιοηλεκτρισμό αλλά είναι θεμελιωδώς διαφορετική. Η ενέργεια αυτή ονομάστηκε «οργόνη[2]» και μπορεί να τη βρει κανείς παντού παλλόμενη σε κάθε ζωντανό οργανισμό.
Σκοπός της θεραπείας είναι η βαθμιαία λύση των ψυχικών αντιστάσεων ή αμυνών, δηλαδή της ψυχικής θωράκισης και των χρόνιων μυϊκών σπασμών, δηλαδή της μυϊκής ή σωματικής θωράκισης. Η ανάπτυξη της θωράκισης που προκαλείται από τη συστηματική ματαίωση των συναισθηματικών αναγκών των παιδιών στα κρίσιμα εξελικτικά στάδια των πρώτων χρόνων (περίπου έως τα 5 έτη) της ψυχικής ανάπτυξής τους έχει ως τελικό αποτέλεσμα τη διαμόρφωση του χαρακτήρα τους (χαρακτηροδομή), που περιλαμβάνει τον ιδιαίτερο νευρωτικό τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζει τη ζωή ο κάθε ασθενής. Το «καλό κοριτσάκι» που ποτέ δε θυμώνει ή το «δυνατό, θαρραλέο αγόρι» που ποτέ δε δείχνει φόβο ή δεν κλαίει είναι για παράδειγμα δυο συμπεριφορές που εμποδίζουν την πλήρη και ορθολογική έκφραση γνήσιων φυσικών συγκινήσεων. Ο Βίλχελμ Ράιχ προχωρώντας ακόμη περισσότερο ανακάλυψε με τα βιοηλεκτρικά του πειράματα ότι η δυνατότητα να έχει κάποιος υγιή σεξουαλική ζωή απολαμβάνοντας πλήρη σεξουαλική ικανοποίηση συνδέεται με την ύπαρξη ή όχι της αυθόρμητης γενετήσιας οργονοτικής εκφόρτισης («ανακλαστικό του οργασμού») κατά τη σεξουαλική πράξη. Η προϋπόθεση για υγιή και γνήσια ερωτική αγάπη και η ικανότητα για να βιώνει κάποιος ικανοποιητικό οργασμό μαζί με το σύντροφό του (οργαστική ικανότητα) θεωρούσε ότι είναι οι πληρέστερες και πιο βαθιές εκφράσεις της ζωής και αυτές που αποτελούν τη θεμέλιο λίθο της πραγματικής υγείας μας[3]. Ο Ράιχ ανακάλυψε ότι στα περισσότερα άτομα το ρεύμα καθώς και η αποφόρτιση της οργονοενέργειας είναι μπλοκαρισμένα σε χρόνιες μυϊκές συστολές σε διάφορα σημεία του σώματος που έχουν σχέση με τις προαναφερόμενες ματαιώσεις στα βασικά εξελικτικά στάδια της ψυχοσυναισθηματικής ζωής του ανθρώπου. Αυτή η κατάσταση συνιστά έναν πραγματικό φαύλο κύκλο: τα μπλοκαρισμένα συναισθήματα που προξενεί η αρχική ματαίωση εμποδίζουν την ικανοποίηση στη ζωή και οδηγούν σε μια κατάσταση όπου τα σεξουαλικά αισθήματα αποσυνδέονται από τις τρυφερές συγκινήσεις αγάπης. Όμως χωρίς να υπάρχει βαθιά συγκινησιακή εκφόρτιση, τόσο περισσότερο δημιουργείται άγχος, το οποίο αυξάνει περισσότερο τη σωματική και συναισθηματική συστολή, οδηγώντας σε μια ποικιλία προβλημάτων και συμπτωμάτων όπως η κατάθλιψη, οι παράλογοι ψυχολογικοί φόβοι, οι αυτοκαταστροφικές ή σαδιστικές συμπεριφορές, το αίσθημα της κενότητας ή ματαιότητας στη ζωή κ.λπ.
Ο λειτουργικός ρόλος της θωράκισης είναι η άμυνα τόσο στον ψυχικό πόνο που προκαλούν οι προαναφερόμενες ματαιώσεις όσο και στο άγχος που γεννάται από τη σωματική και συναισθηματική συστολή. Η παγίωσή της επιφέρει τη μόνιμη διαταραχή στον αυθόρμητο βιοενεργειακό παλμό του οργανισμού με αποτέλεσμα την εμφάνιση χρόνιων ψυχικών και σωματικών δυσλειτουργιών (βιοπάθειες). Με την ψυχιατρική οργονοθεραπεία η θωράκιση και οι παθολογικές (νευρωτικές) στάσεις που εμποδίζουν τη συγκρότηση και υγιή λειτουργικότητα του οργανισμού γίνονται συνειδητές και αποδομούνται. Η διαδικασία συνίσταται στην προσεκτική και σταδιακή χαλάρωση και απομάκρυνση της σωματικής και ψυχικής θωράκισης (με σεβασμό στις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες και τις δυνατότητες του κάθε ανθρώπου) με σκοπό την ανάδυση των πρώιμων μνημών από τραυματικές εμπειρίες και του απωθημένου και δυσάρεστου για τον ασθενή ψυχικού φορτίου που τις συνοδεύει. Η εμφάνιση αυτών των ασυνείδητων μέχρι τότε συγκινήσεων και η ελεύθερη έκφραση και εκφόρτισή τους που επιφέρει τη μυϊκή χαλάρωση βιώνεται με λυτρωτικό τρόπο από τον ασθενή και με βαθιά ανακούφιση. Αρχίζει να εγκαθίσταται μια ενοποιημένη και ευχάριστη αντίληψη τόσο του εαυτού όσο και του περιβάλλοντός του με τη βιωματική συνειδητοποίηση της εσωτερικής και εξωτερικής πραγματικότητας. Με την εδραίωση συναισθηματικής (οργονοτικής) επαφής μεταξύ θεραπευτή (οργονομιστή ιατρού) και θεραπευόμενου (ασθενούς), στα πλαίσια της οποίας οι άμυνες, ανάγκες, αναστολές και ματαιώσεις του δεύτερου κατανοούνται και γίνονται πλήρως αποδεκτές από τον πρώτο, ο ασθενής οδηγείται στην βαθμιαία αποδόμηση των χαρακτηρολογικών νευρωτικών συμπτωμάτων και την λύση των ψυχικών συγκρούσεων με την παράλληλη εδραίωση μιας υγιούς λειτουργικότητας στην καθημερινή ζωή του που βιώνεται ηδονικά. Κατορθώνει έτσι να βρίσκεται σε επαφή τόσο με τον εαυτό του και τα συναισθήματά του όσο και με το εξωτερικό περιβάλλον του, χωρίς να επιχειρεί ψυχολογικές προβολές και κάθε είδους μυστικιστικές ή άλλες διαστρεβλώσεις, και να λειτουργεί μ’ έναν υπεύθυνο, ώριμο, υγιή, συναισθηματικά ανεξάρτητο κι αποτελεσματικό τρόπο.
Ο οργονομιστής ιατρός με την κατάρτιση και τις θεραπευτικές επεμβάσεις του παίζει καθοριστικό ρόλο ιδιαίτερα στην πρόληψη των βιοπαθειών αποτρέποντας την παγίωση της πρώιμης θωράκισης στα νεογέννητα και τα νήπια[4]. Γνωρίζοντας τις βαθύτερες συγκινησιακές ανάγκες των παιδιών, όπως αυτές διαμορφώνονται σε κάθε εξελικτική φάση και ηλικία, συμβουλεύει τους γονείς σε όλα τα πρακτικά και καθημερινά θέματα της ανατροφής τους όπως ο θηλασμός, ο απογαλακτισμός, η αγωγή τουαλέτας για τον έλεγχο των σφιγκτήρων, η σχολική προσαρμογή και η μάθηση, η συμπεριφορά στο σπίτι και οι κοινωνικές συναναστροφές.
Ο ρόλος του οργονομιστή ιατρού μπορεί να είναι καταλυτικός στα κρίσιμα και πολλές φορές εκρηκτικά προβλήματα της εφηβικής ζωής κατά τη μεταβατική φάση των εφήβων προς τη συγκινησιακή ενηλικίωση, την ωριμότητα, την υπευθυνότητα και την ανεξαρτησία.
Σημαντικός μπορεί να είναι και ο συμβουλευτικός ρόλος του σε ζευγάρια, οικογένειες ή ομάδες σε συνδυασμό με την ατομική οργονοθεραπεία, η οποία βελτιώνει την ικανότητα αποδοχής και κατανόησης του άλλου, τη δυνατότητα αμοιβαίας επικοινωνίας και συναισθηματικής επαφής.
Τα οφέλη της ψυχιατρικής οργονοθεραπείας, λόγω της σταδιακής αποδυνάμωσης και εξάλειξης της ψυχικής και σωματικής θωράκισης (οι οποίες κατά βάση αποτελούν ενεργειακή θωράκιση) είναι πολλά, σημαντικά κι απτά. Λόγω της μοναδικής προσέγγισής της τόσο στην πρόληψη όσο και τη θεραπεία, έχει πολύ καλά αποτελέσματα σε όλες τις ψυχικές βιοπάθειες και σ’ ένα πλήθος σωματικών βιοπαθειών που καλύπτουν ένα χώρο της κλινικής παθολογίας. Οι ιατροί οργονομιστές αναφέρουν κλινικές περιπτώσεις ίασης σοβαρών περιστατικών που θεωρούνται πολύ δύσκολα: σχιζοφρένεια, κατάθλιψη, διαταραχές πανικού ή ελλειμματικής προσοχής θεραπεύονται συχνά χωρίς την προσφυγή σε ψυχοδραστικές ουσίες. Το σημαντικότερο είναι ότι οι ασθενείς ανακτούν τη φυσική ικανότητα για ικανοποίηση στον έρωτα, την εργασία και την επιδίωξη της γνώσης ζώντας μια πραγματικά πληρέστερη ζωή απελευθερώνοντας το δυναμικό τους και πραγματοποιώντας τα όνειρά τους, θέτοντας τα θεμέλια για έναν καλύτερο κόσμο…

[1] Ο Βίλχελμ Ράιχ ξεκινώντας την ψυχαναλυτική καριέρα του ως εκλεκτός μαθητής και βοηθός του Σίγκμουντ Φρόιντ σύντομα ήρθε σε ρήξη μαζί του αφού οι κλινικές παρατηρήσεις του και η θαρραλέα επιστημονική του στάση τον οδήγησαν να σπάσει από την αρχή τα ταμπού της κλασσικής ψυχαναλυτικής προσέγγισης του δασκάλου του, όπως π.χ. η αποφυγή της σωματικής επαφής του ασθενούς, η αποκλειστικά λεκτική αντιμετώπιση των ψυχικών συγκρούσεων κ.λπ. Καταδεικνύοντας εργαστηριακά, πράγμα ανήκουστο για την εποχή του, την επίδραση της θωράκισης στη νευροφυτική λειτουργία και στη διαμόρφωση των χαρακτηρολογικών τύπων εισήγαγε στην ψυχαναλυτική σκέψη την έννοια του χαρακτήρα (1920-1930) και ανακάλυψε κι ανέπτυξε κατάλληλες τεχνικές αντιμετώπισης της σωματικής θωράκισης (χαρακτηραναλυτική νευροφυτοθεραπεία, 1933-1939)
[2] Είναι η προ-ατομική, πρωταρχική συμπαντική ενέργεια, που την ανακάλυψε πειραματικά κι εργαστηριακά και μπορεί να επιδειχθεί η ύπαρξή της οπτικά, θερμικά, ηλεκτροσκοπικά και με ειδικό μετρητή Γκάιγκερ – Μίλερ.
[3] Οι ανακαλύψεις του Βίλχελμ Ράιχ, ειδικά αναφορικά με τη σεξουαλικότητα, δυστυχώς σήμερα, όπως το περίμενε κι ο ίδιος, έχουν κακοποιηθεί βάναυσα. Αυτό συνέβη ιδιαίτερα μετά τη λεγόμενη «σεξουαλική απελευθέρωση» των δεκαετιών του ’60 και ’70 όταν το όνομά του και οι ιδέες του συνδέθηκαν με δήθεν επαναστατικές ιδέες που θεωρούσαν φυσικό δικαίωμα των ανθρώπων να κάνουν «ελεύθερα» σεξ με τον οποιονδήποτε. Στην πραγματικότητα ο Ράιχ είχε ξεκάθαρα δηλώσει ότι η χωρίς αγάπη έκφραση της σεξουαλικότητας είναι δείγμα νεύρωσης ενώ οι βίαιες ή μηχανικές κινήσεις στο σεξ είναι δείγμα αρρώστειας.
[4] Τα νεογέννητα έρχονται στον κόσμο, ως επί το πλείστον, με άθικτη την ικανότητα να βιώνουν ηδονή και διαστέλλονται προς τον κόσμο. Ωστόσο, αν οι ενστικτώδεις κι αυθόρμητες ορμές του ματαιωθούν από τους ενήλικες, το νεογέννητο (ή αργότερα το παιδί) συστέλλεται και αναπτύσσει μεθόδους για να προσαρμοστεί στο εχθρικό περιβάλλον. Εφόσον αυτές οι ματαιώσεις επαναλαμβάνονται, οι αντιδράσεις του καθίστανται χρόνιες κι εκτείνονται ως τρόποι συμπεριφοράς στην ενήλικη ζωή του. Έτσι, για παράδειγμα, βλέπουμε ένα παιδί ν’ αναπτύσσει παθητική συμπεριφορά για να αντιμετωπίσει τον ενήλικα γονιό του κι έπειτα ως ενήλικας ν’ αντιδρά το ίδιο παθητικά στις καθημερινές του σχέσεις και ιδιαίτερα σε σχέση με τους φορείς εξουσίας.